παγκοσμιοποίηση


Βρέχομαι απ’ τη θάλασσα
και από έναν έρωτα που μοιάζει με ζωή
μα η παγκοσμιοποίηση του θανάτου
δεν αφήνει πολλά περιθώρια

σ'έχω δει να περνάς...


σ'έχω δει να περνάς

απ'τις νύχτες σκυφτός

να μην ξέρεις ποιος είσαι, που πας

κι ήσουν πάλι αυτός

που με βλέμμα υγρό

μου'χες πει να σε πάρω από 'δω


ήσουν πάντα μισός

μα δεν ήξερες ποιος

σου'χε κόψει το άλλο μισό

δεν μπορώ, δεν μπορείς

να σε βρω, να με βρεις

σκοτεινά στο λαβύρινθο αυτό

νοέμβρης

Έσβησε το τσιγάρο του στα κάγκελα του μπαλκονιού. Φύσηξε τον τελευταίο καπνό. Άνοιξε την πόρτα και μπήκε στην κουζίνα. Η γυναίκα του καθάριζε τον πάγκο, μόλις είχε τελειώσει το πλύσιμο των πιάτων. Πήγε πίσω της, άγγιξε την κοιλιά της και ύστερα πέρασε τα χέρια του κάτω από την μπλούζα της και της χούφτωσε τα βυζιά.
- «Έχεις παγωμένα χέρια» του είπε συνεχίζοντας να σκουπίζει τον πάγκο με το κίτρινο σφουγγάρι. Αυτός πήρε τα χέρια του από πάνω της και έπιασε το τάπερ με το τυρί να το βάλει στο ψυγείο.

Ο ουρανός ήταν συννεφιασμένος κι έτοιμος να σκοτεινιάσει από νωρίς
επικαλούμενος το χειμώνα.

πολιτισμός είναι...


Πολιτισμός είναι οι πόλεμοι ειρήνης κι ελευθερίας
Πολιτισμός είναι τα δικαστήρια όπου άνθρωποι δικάζουν ανθρώπους για πράξεις απάνθρωπα ανθρώπινες. 
Πολιτισμός είναι τα αποχωρητήρια των ακριβών ξενοδοχείων
Πολιτισμός είναι ο πρόεδρος της δημοκρατίας που κοιμάται ήσυχος
Πολιτισμός είναι ο καλλιτέχνης που βραβεύεται σε μια λαμπρή βραδιά
Πολιτισμός είναι οι παρακαταθήκες γενικά…

Όσοι διαφωνούν με τα παραπάνω είναι στην καλύτερη περίπτωση γραφικοί και στη χειρότερη τρομοκράτες.
Αυτό είναι πολιτισμός...


αγκίστρια δίχτυα και αλήθεια


φίλησα στόματα που περίμεναν το αγκίστρι
γι' αυτό με δάγκωσαν με πάθος
αγκάλιασα κορμιά που περίμεναν τα δίχτυα
γι' αυτό μου δόθηκαν με χάρη
κι όταν πόθησα να ψάξω για Ιθάκη
κυνηγημένος μες τα κύματα
έπεφτα πάνω σε κοπάδια λωτοφάγων

μάτια μου εσύ
που σαν αλήθεια γυμνή με ταξιδεύεις
να 'σουν νησί να ναυαγήσω
να ζήσω
δίχως αγκίστρια
δίχως δίχτυα
δίχως κοπάδια

σπασμένα κλειδιά


Μόνοι
της γης οι μόνοι σε χωριστά κελιά
γεμάτα λάσπη, αίμα, φωτογραφίες, δάκρυα
στάχτες, αυνανισμούς, απαγχονισμένα όνειρα
της γης οι μόνοι είναι εξωγήινοι
που μείναν από καύσιμα
μιλάν παράξενα
φοβούνται θανάσιμα
τα κλειδιά τους σπάνε

Καμιά φορά γράφουνε γράμματα
καμιά φορά ερωτεύονται ανθρώπους
ή την κουβέρτα τους
καμιά φορά γράφουνε ποιήματα
και τα επιστρέφουν στο χάος
καμιά φορά
-της γης οι μόνοι-
χάνονται στο τίποτα
ζεσταίνουνε το θάνατο
γυμνοί κοιμούνται
γυμνοί φοβούνται
φοβούνται θανάσιμα
μιλούν παράξενα
τα κλειδιά τους σπάνε

μνήμη αφόρητη


κάποτε οι φόβοι γίνονται ενθύμια
και πένθιμα ντεκόρ του παραδείσου
κάποτε οι πόνοι, γυμνοί κι ανήμποροι
ξεχνιούνται περιμένοντας να πέσει κάποιο αστέρι
κάποτε η μνήμη αλλοιωμένη
στο τότε ανασαίνει
μα δεν πονάει ούτε νοιώθει
δε φοβάται ούτε ρεμβάζει
μνήμη ανάπηρη πολέμου ξεχασμένου
χωρίς τα όπλα της, χωρίς πυξίδα
χωρίς τα όνειρα που τη βάραιναν για χρόνια

μνήμη αφόρητη πάνω στους τάφους
σαν φλόγα κεριού που τρεμοπαίζει



το ξεκλείδωμα

την στιγμή που ετοιμαζόμουνα να μπω στο σπίτι, σε θυμήθηκα 
την στιγμή που ξεκλείδωνα την πόρτα, σε θυμήθηκα 
και δεν μπήκα
πήρα τους δρόμους χωρίς να ξέρω που πάω και γιατί ξενύχτησα
βρέθηκα στους δρόμους που περπατήσαμε μαζί, πριν χρόνια 
μοιάζανε με ράγες τρένου 
κι όλα ήταν εκεί 
έδιναν την ασήμαντα φιλόδοξη παρουσία τους 
όπως τότε, 
ήσουν κι εσύ κάτω απ’ το κίτρινο φως, 
γυμνή οφθαλμαπάτη η σκιά σου κάλυπτε την ατέλειωτη γραμμή 
σαν αντανάκλαση
γύρισα στο σπίτι ξημερώματα 
η πόρτα ήταν ανοιχτή και το κλειδί εκεί 
κανείς δεν είχε μπει να κλέψει τίποτα…

αδέσποτα (φυγές και όνειρα)


αδέσποτα όνειρα με κυριεύουν
άδειες μέρες
άδειοι πόνοι, αυτόφωροι
λέξεις και φυγές χωρίς νόημα

μη πεις τίποτα
μείνε απέναντι
κοίτα το πάτωμα και το καθρεφτάκι σου
ο πονοκέφαλος από το χθεσινό μεθύσι σε φοβάται
παραμένει όμως αδυσώπητος και αειθαλής
μέχρι να τον νικήσεις μ' ένα χάπι
σαν ειρωνεία, σαν ειρήνη
σαν ερημιά του σύμπαντος
και μοναξιά της γης

φυγές αδέσποτες με περιτριγυρίζουν
εκεί που άδειο κενό μυρίζει
φυγές χωρίς νόημα
φυγές που δε σώζουν
εκεί που όλα τα αεροπλάνα
παρακαλούν να γίνουν υποβρύχια
μα δεν έχουν το θάρρος να βουτήξουν



Ελσίνκι 2000


τα όνειρα στον ύπνο μου

τα όνειρα στον ύπνο μου 
κι αυτά αποτυγχάνουν
ξεκινάνε απρόβλεπτα 
μετά το δρόμο χάνουν
τα όνειρα στον ύπνο μου

θα γυρνάς (χάθηκες…)


θα γυρνάς πάντα 
στα κρύα βράδια  
και στον αέρα της άνοιξης  
με ξεθωριασμένο πρόσωπο  
και ψίθυρους φανταστικούς  
στα καλοκαίρια μου θα γυρνάς  
μα θα σε παίρνει πάντα 
η πρώτη η βροχή